ὀνομαστούς

ὀνομαστούς
ὀνομαστός
named
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • τροβαδούρος — (traubadour). Ποιητής του Μεσαίωνα, που συνέθετε τα ποιήματά του στη λεγόμενη γλώσσα του οκ (oc) ή προβηγκιανή γλώσσα της νότιας Γαλλίας. Ο αντίστοιχος όρος στη γλώσσα του όιλ (οïl) που ήταν η γλώσσα της βόρειας Γαλλίας, ήταν: trouvère. Με τους… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αλμπρίτσι Ισαβέλλα-Θεοτόκη, κόμισσα — (Κέρκυρα 1760 – Βενετία 1836). Ελληνίδα λογία, διάσημη για την καλλονή της. Ήταν κόρη του κόντε Αντωνίου Θεοτόκη. Μορφώθηκε στην Κέρκυρα με ονομαστούς οικοδιδασκάλους και έμαθε αρχαία ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά. Το 1776 παντρεύτηκε, παρά τη… …   Dictionary of Greek

  • Αμιγκόνι, Τζάκοπο — (Jacopo Amigoni, Βενετία 1682 – Μαδρίτη 1752). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης. Υπήρξε από τους ονομαστούς Βενετούς ζωγράφους της Αναγέννησης. Εκτός από την πατρίδα του, εργάστηκε επίσης στη Φλάνδρα, στην Αγγλία, στη Γερμανία και στην Ισπανία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Άνσελμο — Όνομα διαπρεπών θεολόγων. 1. Άγιος Ά. του Καντέρμπερι (Αόστα, Πεδεμόντιο 1033 – Καντέρμπερι, Αγγλία 1109). Ένας από τους πλέον ονομαστούς θεολόγους και σχολαστικούς φιλοσόφους του Μεσαίωνα. Καταγόταν από πλούσια αριστοκρατική οικογένεια της Αόστα …   Dictionary of Greek

  • Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… …   Dictionary of Greek

  • Αχαιμενίδες — Περσική προϊσλαμική δυναστεία, που ονομάστηκε έτσι από τον Αχαιμένη ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πρόγονος του Κύρου. Υποτελείς στην αρχή των Μήδων βασιλιάδων και βασιλιάδες του Ανσάν (Ελάμ ή Σουσιανής, στη νοτιοδυτική Περσία) οι Α.… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκυρίες — (Walkϋren ή Valkyrien). Στη μυθολογία των βόρειων λαών, κυρίως των γερμανικών, ήταν ατρόμητες παρθένες που, τρέχοντας έφιππες στον αέρα, κατηύθυναν την έκβαση των μαχών και διάλεγαν εκείνους που έπρεπε να σκοτωθούν. Όταν η μάχη τελείωνε,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”